- εὐσέληνον
- εὐσέληνοςbright-shining.masc/fem acc sgεὐσέληνοςbright-shining.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσέληνος — εὐσέληνος και εὐσέλανος, ον (Α) 1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως τής σελήνης 2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» το λαμπερό φως τής σελήνης … Dictionary of Greek